Συμπεράσματα ημερίδας με θέμα «Θεσσαλία και Νερό – Απειλές και Ευκαιρίες» (Μέρος Α΄)
(Τάσος Μπαρμπούτης – Φάνης Γέμτος – Κώστας Γκούμας)*
Στις 20 Μάρτιου διοργανώθηκε στη Λάρισα από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας – Στέρεας Ελλάδας, σε συνεργασία με την ΠΕΔ/Θ και το ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ, ημερίδα με θέμα «Θεσσαλία και Νερό – Απειλές και Ευκαιρίες» και ήταν αφιερωμένη στην ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΡΟΥ (22 Μάρτιου κάθε χρόνο).
Από τις εισηγήσεις των αξιολόγων εισηγητών [που είναι αναρτημένες στο ypethe.gr και μπορείτε να τις βρείτε εδώ {1}] καθώς και τις παρεμβάσεις και τον διάλογο που ακολουθήσε προέκυψαν σημαντικά ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, τα οποία και παραθέτουμε συνοπτικά :
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Η χώρα μας, όπως και όλες οι χώρες της Μεσογείου, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα ΕΛΛΕΙΨΗΣ νερού.
Χαρακτηριστικό του μεσογειακού κλίματος είναι οι βροχές το χειμώνα και η ξηρασία το καλοκαίρι. Η κατάσταση, δεδομένης της κλιματικής αλλαγής, αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω, με μείωση των βροχοπτώσεων, σημαντική αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων (όπως έντονες βροχοπτώσεις και ημέρες καύσωνα) και φαινομένων ξηρασίας.
Ειδικότερα στο ΥΔ Θεσσαλίας [σημ. : σημαντικό μέρος της ορεινής Δυτικής Θεσσαλίας υπάγεται στο όμορο ΥΔ Δυτ. Στερεάς Ελλάδας – ΛΑΠ Αχελώου] η μέση ετήσια βροχόπτωση στο πεδινό τμήμα ανέρχεται στα 400 έως 700 mm, ενώ στα δυτικά ορεινά στα 1800 αντίστοιχα. Παρατηρείται περιορισμένη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων και παράλληλα άνιση κατανομή πόρων εντός του ΥΔ, με το δυτικό και κεντρικό τμήμα της (Ν. Καρδίτσας, νότιο τμήμα Ν. Λάρισας και τμήμα Ν. Μαγνησίας) να αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα διαθεσιμότητας νερού.
Ταυτόχρονα όμως είναι μικρός ο αριθμός έργων ταμίευσης που θα μπορούσαν να παρέχουν νερό άρδευσης κατά την θερινή περίοδο, το μεγαλύτερο των οποίων είναι η τεχνητή λίμνη Ν. Πλαστήρα στον ποταμό Ταυρωπό, που υπάγεται στο ΥΔ Δυτ. Στερεάς Ελλάδας (ΛΑΠ Αχελώου) και σημαντικό επίσης τον ταμιευτήρα Σμοκόβου. Τέλος η λειτουργία της τεχνητής Λίμνης Κάρλας, παρότι προς το παρόν υποτροφοδοτείται με νερά του Πηνειού, έχει σημαντική συνεισφορά στην περιβαλλοντική αναβάθμιση καθώς και στον τομέα της βιώσιμης άρδευσής της ευρύτερης περιοχής.
Στο θεσσαλικό κάμπο καλλιεργούνται σχεδόν 5 εκατομμύρια στρέμματα γεωργικής έκτασης, από τα οποία είναι αρδευόμενα περισσότερα από 2,5 εκατ. στρ. (περίπου το 50%, ενώ στην υπόλοιπη χώρα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 30%), πολλά όμως από αυτά αρδεύονται πλημμελώς και με πολύ υψηλό κόστος.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η καταγεγραμμένη εδώ και πολλά χρόνια (και «πιστοποιημένη» από το ΣΔΛΑΠ) ΚΑΚΗ κατάσταση σημαντικού αριθμού υδάτινων οικοσυστημάτων με βάση τα κριτήρια της οδηγίας 2000/60 της ΕΕ, από την επίτευξη των στόχων της οποίας ας σημειωθεί πως υπάρχει μεγάλη απόκλιση.
Β. ΓΕΩΡΓΙΑ
Η Γεωργία αποτελεί τον κύριο χρήστη νερού στη Θεσσαλία, καταναλώνοντας πάνω από το 90% των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού. Στις συνθήκες κλιματικής κρίσης, η Γεωργία καλείται αφενός να συνεισφέρει στην αναγκαία επισιτιστική ασφάλεια και την (κατά το δυνατόν μεγαλύτερη) κάλυψη των διατροφικών αναγκών της χωράς μας, αφετέρου να συμβάλει στην εξοικονόμηση των φυσικών πόρων αλλά και στην μείωση εκπομπών αέριων του θερμοκηπίου, παρότι η ίδια υφίσταται τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Στην παρούσα φάση η Θεσσαλία χαρακτηρίζεται από την πλέον παραγωγική γεωργία, με μέσο κύκλο εργασιών 300 ευρώ ανά στρέμμα, έναντι 200 ευρώ αντίστοιχα της χώρας. Αυτό οφείλεται στην ικανότητα των Θεσσαλών αγροτών και στο γεγονός ότι οι αρδευόμενες εκτάσεις έχουν πολλαπλάσια παραγωγή (και αντιστοίχως εισόδημα) σχετικά με τις ξηρικές καλλιέργειες.
Όμως, οι αρδεύσεις στηρίζονται κατά 70% στις αντλήσεις (γεωτρήσεις) από υπογείους υδροφορείς, κάτι που δεν είναι βιώσιμο δεδομένου ότι εξαντλεί τα μόνιμα αποθέματα των υδροφορέων. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυξάνονται τα βάθη των γεωτρήσεων (έως και 400 μ.), ενώ παράλληλα το κόστος ενέργειας για την άντληση έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Εκτός αυτών, σε αρκετές περιπτώσεις αναμένεται ή παρατηρείται εισροή θαλασσινού νερού στους υδροφορείς που, εκτός από τις οικολογικές συνέπειες (κυρίως), καθιστά τα νερά υφάλμυρα και ακατάλληλα προς άρδευση.
Ένα σημαντικό επίσης μερίδιο των αρδεύσεων εξαρτάται απευθείας από τον Πηνειό και τους παραποτάμους του, στους οποίους οι υπεραντλήσεις δημιουργούν αξεπέραστα οικολογικά προβλήματα, ενώ το καλοκαίρι η ροή τους είναι εντελώς αναιμική έως μηδενική.
Επιπλέον η διαχείριση της μεταφοράς και διανομής των υδάτων στις καλλιέργειες είναι πολύ κακή. Σε αρκετές περιπτώσεις η μεταφορά- διανομή νερού γίνεται μέσω ανοικτών κακοσυντηρημένων αγωγών, με σημαντικές απώλειες, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη προσπάθεια εξοικονόμησης (δες στόχους ΣΔΛΑΠ-Οδηγίας). Αρκετά αρδευτικά δίκτυα έχουν μορφή ανοικτών (συχνά χωμάτινων) καναλιών. Επίσης κρατικές γεωτρήσεις μεγάλης παροχής αρκετές φορές χρησιμοποιούνται σε εκτάσεις με περιορισμένες απαιτήσεις κατανάλωσης, με αποτέλεσμα όσα νερά που «περισσεύουν» να καταλήγουν ανεκμετάλλευτα σε στραγγιστικά κανάλια.
Σε ότι αφορά στις σύγχρονες μεθόδους άρδευσης υψηλής αποδόσεως, αυτές πράγματι έχουν επεκταθεί αρκετά, όμως σε πολλές περιοχές εφαρμόζονται ακόμη μέθοδοι επιφανειακής άρδευσής με χαμηλό βαθμό απόδοσης και απώλεια πολυτίμων υδατικών πόρων.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε μια σημαντική στροφή σε δενδρώδεις καλλιέργειες καθώς και σε λαχανικά, οι οποίες είναι υψηλής αξίας και μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κύκλο εργασιών, υπό την προϋπόθεση πως θα οργανωθεί κατάλληλα η εμπορία των αντίστοιχων προϊόντων και θα εξασφαλιστεί καλής ποιότητας νερό για άρδευση.
Γ. ΑΣΦΑΛΕΙΑ – ΑΠΕΙΛΕΣ – ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ
Σε αρκετές περιοχές οι οικισμοί, οι γεωργικές και οι κτηνοτροφικές δραστηριότητες είναι εκτεθειμένες σε κίνδυνους ΠΛΗΜΜΥΡΩΝ, με πιο πρόσφατο τον γνωστό ΙΑΝΟ. Καταγράφηκε απώλεια τριών ανθρωπίνων ζωών, μεγάλης έκτασης καταστροφές κτιρίων και υποδομών, ενώ οι δαπάνες αποκατάστασης ζημίων εκτιμάται πως ξεπέρασαν τα 500 εκ. ευρώ. Η απειλή πλημμυρών γίνεται πιο ισχυρή λόγω της έντασης με την οποία παρουσιάζονται πλέον τα φαινόμενα εξ αίτιας της κλιματικής κρίσης, καθώς και λόγω απουσίας έργων ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ των πλημμυρικών ροών που θα περιόριζαν σημαντικά τις συνέπειες τους.
Άλλες απειλές για την περιοχή είναι η σταθερά υποβαθμιζόμενη ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΕΔΑΦΩΝ, καθώς και η εντεινόμενη ΔΙΑΒΡΩΣΗ τους που ειδικά στις επικλινείς εκτάσεις θα έχουν μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες. Επίσης υπάρχει κίνδυνος οικολογικής καταστροφής με την αλάτωση των εδαφών και ο ιδιαίτερα αυξημένος κίνδυνος ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ μεγάλων περιοχών, ιδιαίτερα στην Ανατολική Θεσσαλία.
Στα παραπάνω να προστεθεί πως οι συνεχιζόμενες, εδώ και δεκαετίες, υπεραντλήσεις, κυρίως μετά το 1980 λόγω αρδεύσεων, εκτός από την εμφάνιση καθιζήσεων και το μη αντιμετωπίσιμο (για την ώρα) υδατικό έλλειμμα που παράγεται, έχουν δημιουργήσει και ένα συσσωρευμένο έλλειμμα πάνω από 3 δισεκατομμύρια κ. μ. μονίμων αποθεμάτων νερού, κάτι που σημαίνει ανάγκη δημιουργίας ισχυρών αποθεμάτων νερού τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σταδιακά για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων που πλήττονται.
Επιπλέον, σε ότι αφορά στην ποιοτική υποβάθμιση των υδάτων, αυτή οφείλεται στην υπερλιπάνση αγροτικών περιοχών, στην υπερσυγκέντρωση νιτρικών, στην συσσώρευση βαρέων μετάλλων, στην υφαλμύρινση, στα οργανικά μόρια κοκ.
Απειλές μικρότερης κλίμακας καταγράφονται και από τα λύματα των βιομηχανιών και (σε μικρότερο βαθμό) οικισμών, ένα θέμα που με την αναβάθμιση των στόχων στην υπό συζήτηση αναθεώρηση της σχετικής οδηγίας και την αυστηροποίηση των κριτήριων που επιφέρει, αναμένεται να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα, ανάγκη προσθέτων επενδύσεων (συλλογικών και ατομικών), καθώς και επιβαρύνσεις (ενεργειακές κλπ.).
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια έμμεση απειλή λόγω της εκτεταμένης αλλαγής χρήσεων γης σε βάρος σημαντικών γεωργικών εκτάσεων υψηλής παραγωγικότητας, με την ανάπτυξη πολλών διάσπαρτων φωτοβολταϊκών πάρκων μεγάλης ισχύος.
Τέλος, ως απειλή με επείγοντα χαρακτήρα θεωρείται η πολύ πιθανή εμφάνιση έντονων πλημμυρικών φαινομένων στην περιοχή των εγκαταλειμμένων έργων Αχελώου (το ημιτελές φράγμα Συκιάς και η διανοιγμένη σήραγγα μεταφοράς, χωρίς όμως ολοκλήρωση των εργασιών της προστατευτικής επένδυσης). Σε μια τέτοια περίπτωση απειλείται η ευστάθεια των υφιστάμενων κατασκευών, η εσωτερική διάβρωση ή/και η υπερπήδηση των προφραγμάτων, με κίνδυνο σοβαρών καταστροφών (εκτός από αυτές στα υφιστάμενα έργα φράγματος Συκιάς), σε γέφυρες κατάντη (Αυλακίου, Τέμπλας κα), σε κτίσματα πλησίον της κοίτης Αχελώου, σε εν λειτουργία υδροηλεκτρικά έργα (Δαφνοζωνάρα) κλπ.
Επιπλέον εδώ και πολλά χρόνια ο ποταμός Αχελώος παραμένει «μπαζωμένος» με ανυπολόγιστες οικολογικές επιπτώσεις που επιτέλους πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Το Β΄ μέρος των συμπερασμάτων στο επόμενο.
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Φάνης Γέμτος, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μέλος ΕΔΥΘΕ,
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ
{1} Hμερίδα «Θεσσαλία και νερό : Απειλές & Ευκαιρίες» :