«Ό,τι θυμάσαι, χαίρεσαι, παιδί μου»

nostalgia 1

«Ό,τι θυμάσαι, χαίρεσαι, παιδί μου»

Μια εικαστική εγκατάσταση στο Φανάρι Καρδίτσας με θέμα την Νοσταλγία, σε ένα από τα πιο παλιά καφενεία του χωριού

 

NOWSTALGISM

Ή αλλιώς,

πως μία εικόνα

φέρει την ομορφιά του «Τώρα»


Τί άλλο μπορεί να είναι η νοσταλγία πέρα από μία ανθρώπινη μελαγχολία που καθίσταται δυνατή μέσω της συνειδητοποίησης οτι υπάρχει κάτι άλλο, ένα αλλού, μία αντίθεση, ανάμεσα στο «Τότε» και στο «Τώρα»;

Και τελικά, αυτή η νοσταλγία,

δεν προκαλείται από την μη αναστρεψιμότητα του χρόνου;

Διότι δε μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο,

Αυτό είναι το ανυπέρβλητο εμπόδιο που πάντα φέρνει μπροστά μας.

Ενώ όμως ο χρόνος αντιτίθεται ακατάλυτα στην οπισθοδρόμηση,

Ανοίγει ταυτόχρονα μπροστά μας έναν ατελείωτο ορίζοντα προς την ελευθερία.

Vladimir Jankélévitch, L’Irréversible et la nostalgie, 1974[1].

[1] Vladimir Jankélévitch, L’irréversible et la nostalgie, Παρίσι, Flammarion, « Champs », 1983 (ελεύθερη μετάφραση).

Το «NOWSTALGISM» είναι η απάντηση των fenok (Θωμάς Καλλιάρας) και Basile (Βασίλης Βάιος) στην πρόσκληση του Δημήτρη Ντούσα να προτείνουν μία καλλιτεχνική δράση στο Φανάρι το καλοκαίρι του 2022. Πρόκειται για ένα εικαστικό συλλογικό και συμμετοχικό εγχείρημα του οποίου η ρίζα βρίσκεται στον τόπο που το γέννησε: στον Δήμο Μουζακίου, στα χωριά και τους ανθρώπους του.

Η ιστορία ξεκινάει από μία φωτογραφική μηχανή που ο Φενόκ χρησιμοποιεί πειραματικά με τους φίλους του κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Ταυτόχρονα, η γενικευμένη αναπόληση του «ελεύθερου» παρελθόντος που χαρακτήρισε την πρωτόγνωρη εμπειρία του εγκλεισμού, γίνεται αφορμή για τον καλλιτέχνη να επεξεργαστεί, μετά τη δουλειά του γύρω από την θεματική της απώλειας (2020-2021), την έννοια της νοσταλγίας. Έτσι λοιπόν, οι δύο φίλοι αρχίζουν να επισκέπτονται τους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι ανοίγουν τα σπίτια τους, δείχνουν το αρχείο των οικογενειακών τους φωτογραφιών και διηγούνται τις ιστορίες τους. Ουσιαστικά περιγράφουν αποσπάσματα από την καθημερινότητα του «Τότε» – αγροτικές εργασίες, τοπικές γιορτές, τη διαδικασία παράδοσης της προίκας πριν από το γάμο, το κυνήγι και οικογενειακές στιγμές.

Έτσι δημιουργείται μία συλλογή φωτογραφιών, η οποία σε δεύτερο χρόνο ερμηνεύεται φωτογραφικά από τον Φενόκ, ο οποίος, ξεκινώντας από το ιστορικό ντοκουμέντο, «χτίζει την ίδια εικόνα, αλλά με το τώρα». Ο καλλιτέχνης, που αντιλαμβάνεται την φωτογράφιση ως προέκταση του σχεδίου, προκαλεί έτσι μία εικονική συνάντηση ανάμεσα στην ιστορία και το σήμερα.

Οι σύγχρονες φωτογραφίες είναι σκηνοθετημένες, όπως οι παλιές. Ο Μπασίλ επιμελείται κάποιες σημαίνουσες λεπτομέρειες της ενδυμασίας των ανθρώπων στις σύγχρονες φωτογραφίες, ενώ η συνεπιμέλεια των υπόλοιπων στοιχείων της εικόνας παραπέμπει στην εξιστόρηση που συνόδεψε το αρχειακό υλικό και σημαίνει αυτήν την εικονική μεταφορά του «Τότε» στο «Τώρα».

Το «NOWSTALGISM» δεν είναι όμως μία σύγχρονη φωτογραφική ερμηνεία ενός αρχείου. Είναι μία καθαρή εικαστική ματιά, μία πηγαία προσέγγιση – της οποίας η απλότητα και η ειλικρίνεια παραπέμπει στο «εδώ και τώρα του έργου τέχνης» όπως το περιγράφει ο Walter Benjamin[2] όταν γράφει ότι η «αύρα» της φωτογραφικής εικόνας είναι αυτός ο παράξενος ιστός χώρου και χρόνου, ή αλλιώς η εμπειρία «της μοναδικής εμφάνισης ενός  απόμακρου, όσο κοντινό κι αν είναι αυτό». Η ιδιαιτερότητα της συλλογής ιστοριών και εικόνων που δημιουργείται, έγκειται στο γεγονός ότι προέρχεται από ένα συλλογικό κοινό βίωμα, θα μπορούσε λοιπόν να παρομοιαστεί με το αρχειακό υλικό μίας συλλογικής performance μακράς διαρκείας η οποία ίσως και να σπέρνει και σπόρους για μία οπτική ανθρωπολογία.

[1] Walter Benjamin, Το έργο τέχνης την εποχή της δυνατότητας τεχνικής αναπαραγωγής του, 1936 (ελεύθερη μετάφραση) in Walter Benjamin, Για το έργο τέχνης. Τρία δοκίμια, Αθήνα, Πλέθρον, 2012.

Διότι το εγχείρημα, ενώ ενεργοποιεί τις δυνατότητες και την αισθητική της σύγχρονης τέχνης και της μόδας, αφορά άμεσα τον τόπο από τον οποίο πηγάζει, τους ανθρώπους του και την καθημερινότητα τους – ανεξάρτητα από το πέρας του χρόνου. Το ιστορικό ντοκουμέντο γίνεται λοιπόν πηγή έμπνευσης και σκέψης για το τώρα, θέτοντας ουσιαστικά ερωτήματα όπως τα ακόλουθα: Τί μας συνδέει με τον τόπο στον οποίο έζησαν οι πρόγονοι μας; Πόσα κοινά έχουν οι ζωές μας; Η ακόμη, πόση επιρροή έχει τελικά η ζωή τους στη δική μας;

Διότι το θεμελιώδες ερώτημα του «Ποιος είμαι» φέρει πάντα (έστω υποσυνείδητα) δύο άλλα ερωτήματα το: «Από που προέρχομαι» και το «Που πηγαίνω». Με άλλα λόγια, δεν μας εγκαταλείπει ποτέ το αιώνιο μυστήριο του χρόνου, ή αλλιώς η «σύγχυση των τριών παρόντων» έτσι όπως την περιγράφει ο Άγιος Αυγουστίνος[3]: η παρουσία του παρελθόντος (η μνήμη), η παρουσία του παρόντος (η όραση) και η παρουσία του μέλλοντος (η αναμονή).

[1] Saint Augustin, Confessions, μετάφραση Louis de Mondadon, (Εκδόσεις Pierre Horay), Παρίσι, Seuil, 1982 (ελεύθερη μετάφραση).

Και τότε, τί είναι ακριβώς αυτό που νοσταλγούμε; Μήπως αυτό που κανένας (πέρα από τον ίδιο τον Χρόνο) δεν μπορεί ποτέ να μας πάρει; (Τις μνήμες μας). Μήπως επίσης η διαδικασία της αναπόλησης του χρόνου που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, μας φέρνει σε μία κατάστασης απόλυτης συνειδητοποίησης της ομορφιάς του «εδώ και τώρα», δηλαδή του παρόντος, όπως το περιγράφει ο Jankélévitch, σαν «ατελείωτο ορίζοντα προς την ελευθερία»;

Σοφία Ελίζα Μπουράτση

Θεωρητικός τέχνης, επιμελήτρια


Το Φανάρι Καρδίτσας είχε πολλά καφενεία, αυτά ήτανε το πρώτο σημείο συνάντησης και συζήτησης των ανθρώπων. Τώρα, τα περισσότερα καφενεία έχουν κλείσει, ανακαινιστεί και μετατραπεί σε κάτι άλλο. Με αφορμή το «NOWSTALGISM» ξανανοίγει λοιπόν το «Καφενείο της Ελένης», πλέον σαν πολιτιστικό κέντρο, μετά από τριάντα χρόνια. Το συγκεκριμένο καφενείο έχει μείνει όπως ήτανε την τελευταία μέρα που φιλοξένησε κόσμο την δεκαετία του 90. Και για την έκθεση έμεινε σχεδόν ίδιο, με τα αντικείμενά του, τα σημάδια και τα ίχνη της ιστορίας του.

Μετά από την απόσταση που όλοι βιώσαμε λόγω των συνεχόμενων καραντινών, το κλασσικό αγαπημένο καφενείο ξαναγίνεται σύμβολο αλλά και ευκαιρία συνάντησης, συνεύρεσης και γιορτής.

Το όνομα του, «Καφενείο της Ελένης», δόθηκε με αφορμή την ιστορία που αφηγήθηκε ο πρώτος και μοναδικός ιδιοκτήτης του, 94 ετών πλέον σήμερα ο οποίος εξήγησε ότι από τη στιγμή που έχασε τη γυναίκα του την Ελένη, έκλεισε και το καφενείο.

Σοφία Ελίζα Μπουράτση – Θεωρητικός τέχνης, επιμελήτρια.

Μια ιδέα των Fenok και Basile.

31 Ιουλίου – 15 Αυγούστου, Φανάρι Καρδίτσας.

Εγκαίνια: 31 Ιουλίου, 11:00 π.μ.

Ωράριο επισκεψιμότητας:

  • Δευτέρα – Παρασκευή 11:00 – 14:00 & 18:00 – 21:00

  • Σάββατο – Κυριακή 10:30 – 14:30

NOSTALGIA AFISETA FNL edit 300dpi




Total
5
Shares