Τσίγκας Μουζάκι Καρδίτσας

Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στη Νέα Ιωνία Βόλου

Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στη Νέα Ιωνία Βόλου

 

*Του Αθανάσιου Λαμπρόπουλου

Αν όπως γράφει ο T.S. Eliot το παρόν είναι «εκεί που μαζεύονται το παρελθόν και το μέλλον», αν δηλαδή το παρόν και το παρελθόν διαπλέκονται και αλληλεπιδρούν, τότε για την ανθρωπολογία και την ιστορία δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά της «κοινής διανοητικής περιπέτειας», όπως σημειώνει ο Levi -Strauss και της συνεύρεσης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα μετά την καταστροφή του 1922 είναι μια τέτοια υπόθεση κοινής διανοητικής περιπέτειας των δύο επιστημών, καθώς πέρα από το προφανές ιστορικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερη σημασία έχει και ο τρόπος που σχηματίζεται η προσφυγική ταυτότητα ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που συνετέλεσαν στην συγκρότηση της και τι ρόλο έπαιξαν η συλλογική μνήμη , ο τόπος , το σύνορο και ο πολιτισμός. Ιδιαίτερα σήμερα, που τόση συζήτηση γίνεται σχετικά με το θέμα των προσφύγων.

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΒΟΛΟΥ

Ο Βόλος ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ένα σταθερά ανερχόμενο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο. Στις αρχές του 1920 υπήρχαν στον Βόλο 44 βιομηχανικές μονάδες, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατείχαν οι καπνοβιομηχανίες και οι κλωστοϋφαντουργίες. Το σύνολο του εργατικού δυναμικού των επιχειρήσεων του Βόλου έφτανε τα 8.000 άτομα. Η ύπαρξη επομένως προοπτικής εργασίας σε συνδυασμό με το λιμάνι που εξασφάλιζε την ευκολία πρόσβασης προσέλκυσε πολλούς Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ο προσφυγικός πληθυσμός που κατέφυγε στην πόλη του Βόλου ήταν περίπου 12.000 άτομα. Μέσα στον Βόλο παρέμειναν 5.500 περίπου άτομα, ενώ οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Ιωνία που αποτέλεσε καθαρά προσφυγικό συνοικισμό και συστάθηκε το 1923.

Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στον Βόλο ήταν μόλις τον Ιούνιο του 1921 και προέρχονταν από τις περιοχές της Προποντίδας, της Νικομήδειας και της Γιάλοβας. Η δεύτερη μαζική έλευση προσφύγων έγινε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και αυτοί προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της Ιωνίας και της Θράκης, ενώ η τρίτη αθρόα άφιξη προσφύγων έγινε τον Σεπτέμβριο του 1924 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων στήθηκαν σκηνές και χρησιμοποιήθηκαν δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Κάποιοι στεγάστηκαν σε σχολεία, άλλοι σε καπναποθήκες και άλλοι σε παραπήγματα στην πλατεία Ελευθερίας, καθώς και στο δημοτικό θέατρο της πλατείας Ρήγα Φεραίου. Η δέσμευση όμως λειτουργικών χώρων παρεμπόδιζε τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνική ζωή της πόλης, με αποτέλεσμα να υπάρχει έκδηλη δυσαρέσκεια μεταξύ των γηγενών κατοίκων. Προβλήθηκε μάλιστα το αίτημα να προωθηθεί ο προσφυγικός πληθυσμός στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Η προσωρινή εγκατάσταση των προσφύγων προκαλούσε λοιπόν τεράστια προβλήματα τόσο στους ίδιους, όσο και στην τοπική κοινωνία. Αναζητήθηκε έτσι λύση για μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων. Δυόμιση χιλιάδες από αυτούς εγκαταστάθηκαν σε ευτελείς κατασκευές στις παρυφές της πόλης. Στο τέρμα της οδού Ιωλκού, στο παλιό λιμεναρχείο, το Οξυγόνο και τον Άναυρο. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι των προσφύγων, πάνω από 6.200 άτομα στεγάστηκε στον προσφυγικό συνοικισμό του Ξηρόκαμπου, που ονομάστηκε Νέα Ιωνία. Η επιλογή της κατά προτεραιότητα εγκατάστασης των προσφύγων στον αστικό χώρο και η κοινωνική τους απομόνωση τους προσφυγικούς συνοικισμούς μόνο τυχαία δεν ήταν. Ήταν μια πολιτική επιλογή που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να προσφερθεί φθηνό εργατικό δυναμικό στις βιομηχανίες των πόλεων, αλλά και για να αντισταθμιστεί η εκλογική υπεροχή των αντιβενιζελικών στα αστικά κέντρα της παλιάς Ελλάδας.

Το έργο της κατασκευής του συνοικισμού το ανέλαβε η ΕΑΠ και ενώ αρχικά είχε προταθεί η περιοχή του Αναύρου, τελικά προτιμήθηκε η περιοχή του Ξηρόκαμπου μετά τον χείμαρρο Κραυσίνδωνα, ο οποίος λειτουργούσε ως φυσικό διαχωριστικό όριο με την πόλη του Βόλου. Τον Αύγουστο του 1923 ξεκίνησε η δημιουργία των πρώτων οικοδομικών τετραγώνων και δόθηκε στον συνοικισμό το όνομα Νέα Ιωνία. Τα σπίτια που χτίστηκαν ήταν μονόχωρα οικήματα, πλινθόκτιστα, οργανωμένα σε μικρές συστοιχίες αριστερά και δεξιά του κεντρικού δρόμου της Νέας Ιωνίας που ονομαζόταν «φαρδύς». Σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο και στο εσωτερικό του τετραγώνου που σχημάτιζαν τα δωμάτια ήταν τοποθετημένο το πλυσταριό και κοινόχρηστοι χώροι υγιεινής.

Για να επιτευχθεί η πλήρης εγκατάσταση και αποκατάσταση των προσφύγων, δεν έφτανε μόνο η στέγασή τους, αλλά και η επαγγελματική τους αποκατάσταση. Η μεγάλη πλειονότητα του γυναικείου πληθυσμού που εργάστηκε απορροφήθηκε από τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Εγκαινιάστηκε έτσι και στην Ελλάδα η συγκρότηση ενός νέου βιομηχανικού προλεταριάτου, αυτού των γυναικών, κάτι που είχε συμβεί στη βιομηχανική Ευρώπη από τον 19ο αιώνα με την βιομηχανική επανάσταση. Οι περισσότερες γυναίκες πρόσφυγες απασχολούνταν στην καπνοβιομηχανία των αφων Ματσάγγου που γνώρισε μεγάλη άνθιση μετά το 1922, στο υφαντουργείο του Παπαγεωργίου και στο κλωστήριο – υφαντήριο των Λεβή -Μουρτζούκου.

Στην αντρική απασχόληση παρατηρείται μεγαλύτερη πολυμέρεια. Μεγάλο μέρος του αντρικού πληθυσμού εργαζόταν στα δύο σημαντικά εργοστάσια κατασκευής γεωργικών εργαλείων των Γκλαβάνη – Καζάζη και του Σταματόπουλου. Πολλοί ήταν οι άντρες που εργάστηκαν στους Σιδηροδρόμους Θεσσαλίας και στα μηχανουργεία των Ροδίτη και Αξελού, ενώ κάποιοι εργάστηκαν σε βιομηχανίες διατροφής, όπως στην αλευροβιομηχανία των αφων Λούλη.

Πολλοί πρόσφυγες άρχισαν να δημιουργούν σιγά – σιγά εμπορικά μικρομάγαζα στον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας καταρχάς. Άνοιξαν παντοπωλεία, καφενεία, τσαγκάρικα, αρτοποιεία και κουρεία τα οποία εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της προσφυγικής κοινωνίας. Στη Νέα Ιωνία λειτουργούσαν επί του κεντρικού δρόμου (φαρδύς), ενώ πρόσφυγες διατηρούσαν καταστήματα στην συνοικία των Παλαιών, αλλά και στα παραπήγματα της πλατείας Ρήγα Φεραίου. Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες που προέρχονταν από τα παράλια της Μικράς Ασίας και ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία. Βρήκαν δουλειά στο λιμάνι του Βόλου ως ναυτικοί, λιμενεργάτες, αλιείς, αλλά και ιδιοκτήτες πλοιαρίων. Κυρίως οι Εγγλεζονησιώτες, όταν ήρθαν στον Βόλο με την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν αυτοί που μετέφεραν μαζί τους και τα καΐκια τους και εξακολούθησαν να εξασκούν το προηγούμενο επάγγελμά τους.

Υπήρχαν βέβαια και πρόσφυγες που κατάφεραν να μεταφέρουν από τη Μικρά Ασία τα κεφάλαια των επιχειρήσεών τους και να τις ανασυγκροτήσουν στον Βόλο. Τέτοιοι ήταν οι αδερφοί Ετμεκτζόγλου που έχτισαν στη βορειοδυτική όχθη του Κραυσίνδωνα ένα μικρό στην αρχή μεταξουργείο, το οποίο όμως γρήγορα αναπτύχθηκε απασχολώντας 150 άτομα, στην πλειονότητά τους εργάτριες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Επίσης ο Μικρασιάτης Παπαγιαννόπουλος ίδρυσε στα 1925 τη δεύτερη χαλβαδοποιεία του Βόλου, καθώς και αρκετοί άλλοι.

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ – ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ

Το αρνητικό κλίμα απέναντι στους πρόσφυγες από τη μεριά των ντόπιων υπήρχε πριν ακόμα από την έλευση των προσφύγων. Η ΜικρασιατικήΕκστρατεία ως συνέχεια μιας μακρόχρονης πορείας πολέμων, που εξουθένωσαν τον ελληνικό πληθυσμό, προκάλεσε έντονο διχασμό στο εσωτερικό της Ελλάδας με πολλούς Έλληνες να καταλήξουν να διαφωνούν με την εμπλοκή του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Το κλίμα λοιπόν απέναντι στους πρόσφυγες για χάρη των οποίων – σύμφωνα με τους επικριτές της εκστρατείας και κυρίως οπαδούς της αντιβενιζελικής παράταξης – σκοτώθηκαν άδικα τόσοι νέοι, ήταν αρνητικό εξαρχής.

Η ομαδική και αθρόα άφιξη των προσφύγων ήρθε να διαταράξει τις κοινωνικές ισορροπίες και να αλλάξει εκ βάθρων την καθημερινή ζωή των πόλεων. Οι γηγενείς είδαν τους πρόσφυγες ως απειλή. Σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής επικρατούσε ο διαχωρισμός μεταξύ του «εμείς» και των «άλλων», των γηγενών και των προσφύγων. Από τους ντόπιους αμφισβητήθηκε και αυτή ακόμα η ελληνικότητα των προσφύγων, όπως και η θρησκευτικότητά τους, με χαρακτηρισμούς όπως «τουρκόσποροι», «γιαουρτοβαπτισμένοι» και «πρόσφηγκες».

Τα αίτια της εχθρότητας ήταν τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά. Οι ντόπιοι που ανήκαν στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο θεωρούσαν τους πρόσφυγες αιτία για όλα τα δεινά της χώρας και η πολιτική τοποθέτηση της συντριπτικής πλειονότητας των προσφύγων στο βενιζελικό στρατόπεδο μεγάλωνε το χάσμα. Οι ντόπιοι αισθάνονταν ότι οι πρόσφυγες έπαιρναν τις δουλειές τους και ότι η μαζική είσοδός τους στην αγορά εργασίας προκάλεσε την πτώση των ημερομισθίων και έθεσε σε αμφισβήτηση την επαγγελματική τους σιγουριά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων από τους πρόσφυγες που εκτόπισαν σε κάποιες περιπτώσεις τους γηγενείς. Στην πόλη του Βόλου αποκορύφωμα αυτών των αντιπαραθέσεων υπήρξε ο εμπρησμός των προσφυγικών κατοικιών και κυρίως των καταστημάτων στην πλατεία Ρήγα Φεραίου με τη δικαιολογία ότι λειτουργούσαν με όρους αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς δεν πλήρωναν φόρους και ενοίκιο.

Οι πρόσφυγες από την άλλη μεριά εξαιτίας της αρνητικής αντιμετώπισης και της αδυναμίας ενσωμάτωσης στην τοπική κοινωνία προσπάθησαν να αυτοπροσδιοριστούν προκειμένου να αντιπαρατεθούν με τους γηγενείς και να αναδείξουν τη δική τους ανωτερότητα έναντι αυτών. Από πολύ νωρίς συγκρότησαν μια ιδιαίτερη ταυτότητα, ξεχωριστή από εκείνη της τοπικής ελληνικής κοινωνίας του Βόλου. Σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά και η απομόνωσή τους στον ξεχωριστό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, που χωροθετήθηκε σε κάποια απόσταση από το κέντρο του Βόλου. Ο χείμαρρος Κραυσίνδωνας έπαιξε τον ρόλο του ορατού συνόρου που διαχώριζε τις δυο κοινωνίες και ακόμα και όταν η επέκταση του Βόλου και της Νέας Ιωνίας έκανε πιο δυσδιάκριτο το σύνορο, αυτό συνέχισε να υπάρχει συμβολίζοντας τον διαχωρισμό δύο κόσμων διαφορετικών μεταξύ τους. Ακόμα και σήμερα, που η σύνθεση των δυο κοινωνιών είναι μικτή, το σύνορο του Κραυσίνδωνα συνεχίζει να συμβολίζει το όριο δύο διαφορετικών κόσμων, δύο κόσμων πολλές φορές αντιμαχόμενων και ξεχωριστών, μόλο που ο διαχωρισμός πλέον δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση. Το σύνορο όμως συνεχίζει να υφίσταται και να υπενθυμίζει τη διαφορετικότητα, όσο και αν αυτή πλέον δεν υπάρχει.

Η συγκρότηση των ξεχωριστών προσφυγικών συνοικισμών, που επιβλήθηκε από την αντίληψη της ομοιογένειας των δύο πληθυσμών, ενεργοποίησε εντάξεις ή αποκλεισμούς, συντηρώντας έτσι τις διαφορές και προκαλώντας την επιβράδυνση της ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Μέσα σ’ αυτούς τους συνοικισμούς και στην περίπτωσή μας στη Νέα Ιωνία, οι πρόσφυγες συγκρότησαν την ταυτότητά τους, την ταυτότητα του πρόσφυγα, την ταυτότητα του Μικρασιάτη. Αναφέρονταν στους εαυτούς τους συνολικά ως «εμείς οι πρόσφυγες» ή «εμείς οι Μικρασιάτες», παρ’ όλες τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ τους. Οι πρόσφυγες ήταν ένας εξαιρετικά πολύμορφος πληθυσμός καθώς προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Διαφορές σε επίπεδο διαλέκτων, τοπικών πολιτιστικών προτύπων, εθίμων και σε επίπεδο πλούτου. Συνεπώς δεν συνιστούσαν μια ομοιογενή ομάδα. Οι προσφυγικοί όμως συνοικισμοί στις παρυφές των αστικών κέντρων συγκρότησαν μια ξεχωριστή κοινωνική ομάδα, τους πρόσφυγες συνολικά. Λόγω δηλαδή και της οριοθέτησής τους μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς με την ύπαρξη ορατών ή και αόρατων συνόρων, οι πρόσφυγες φαινόταν να αποτελούν μια νέα κοινωνική «τάξη», μια ενιαία «τάξη», μια ιδιόμορφη «τάξη», της οποίας το βασικό κριτήριο ήταν κυρίως το πολεοδομικό. Ο τόπος λοιπόν ήταν αυτός που όρισε σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα των προσφύγων.

Στο πλαίσιο αυτής της ιδιόμορφης «τάξης» αναπτύχθηκαν δυνατοί μηχανισμοί αλληλεγγύης. Μέσω των μηχανισμών αυτών αλληλεγγύης οι ίδιοι οι πρόσφυγες ομογενοποιούνται στο εσωτερικό τους. Ανεξαρτήτως της εντελώς διαφορετικής περιοχής καταγωγής τους – Πόντος, Καππαδοκία, παράλια – και των γλωσσικών, πολιτισμικών και άλλων διαφοροποιήσεων, άρχισαν σταδιακά να συγκροτούν ένα ομοιογενές σώμα του οποίου βασικό στοιχείο συνοχής ήταν η προσφυγιά και ο τόπος αναφοράς, η Μικρά Ασία. Η προσφυγιά ως στοιχείο συνοχής, τους επέτρεπε να επιβιώνουν μέσα στο εχθρικό γι’ αυτούς περιβάλλον και η Μικρά Ασία ως τόπος αναφοράς, τους βοήθησε να αναπτύξουν ένα αίσθημα υπερηφάνειας και ανωτερότητας απέναντι στους ντόπιους. Η συχνή υπενθύμιση της άλλοτε προνομιακής τους θέσης τους δημιουργούσε άμυνες και τους ενδυνάμωνε. Αποκαλούσαν τους ντόπιους «βλάχους» και «τσομπάνους» και η γνώμη τους γι’ αυτούς ήταν ότι «δεν ξέρουν να μιλάνε» και «δεν έχουν τρόπους». Στις αντιλήψεις τους για τη διαφορά τους περιλαμβάνονταν ακόμα η συμπεριφορά, η μαγειρική, μια παράδοση που την τηρούσαν με μεγάλη επιμονή, η έλλειψη ικανοτήτων και επιχειρηματικού πνεύματος στους ντόπιους. Αυτό το αίσθημα υπερηφάνειας, το οποίο τροφοδοτούνταν και από την μυθοποίηση της Μικράς Ασίας, αλλά και τη νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες, επέτρεψε στους πρόσφυγες να διεκδικήσουν τη θέση τους στην κοινωνία και να επιβληθούν στην ντόπια πραγματικότητα.

Είναι προφανής η σημασία των κοινών αναμνήσεων για κάθε ξεριζωμένη ομάδα. Η μνήμη γινόταν ο κρίκος για να ανασυγκροτήσουν τη ζωή τους, ένα είδος κεφαλαίου που χωρίς αυτό η ταυτότητά τους θα εξαφανιζόταν. Υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ ταυτότητας και μνήμης. Για τους πρόσφυγες επομένως η χρήση της μνήμης ήταν στοιχείο σημαντικό μετά τα τραύματα που προκάλεσαν ο διωγμός, ο ξεριζωμός και η μετεγκατάστασή τους, η μνήμη έγινε γέφυρα σωτηρίας και αναδημιούργησε ένα γεμάτο σημασία παρελθόν και τους καθοδήγησε με συνέπεια στην προσαρμογή τους στη νέα τους ζωή και στη νέα τους πατρίδα.

Σημαντικός ήταν, τέλος, και ο ρόλος της θρησκείας στη δημιουργία της ταυτότητας των προσφύγων. Πριν από τον διωγμό τους, οι ελληνικοί πληθυσμοί στη Μικρά Ασία αυτοπροσδιοριζόταν και καθόριζαν την ταυτότητά τους μέσω της θρησκείας. Πέρα από τη διάλεκτο, την περιοχή και την οικονομική κατάσταση, η θρησκεία ήταν αυτή που τους προσδιόριζε ως ομάδα απέναντι στους «άλλους». Στη νέα τους πατρίδα, παρότι αυτή ήταν μια επίσημα ορθόδοξη χώρα, η θρησκεία εξακολουθεί να παίζει σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους. Οι πρόσφυγες παρατηρούσαν περήφανα ότι αυτοί τηρούσαν καλύτερα τους θρησκευτικούς κανόνες και ήταν πιο αφοσιωμένοι από τους ντόπιους. Στη Νέα Ιωνία η συνοικία οργανώθηκε γύρω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους πρόσφυγες. Σ’ αυτήν εναπόθεσαν τις λιγοστές εικόνες που μπόρεσαν να περισώσουν ή ακόμα και πέτρες που είχαν κουβαλήσει κάποιοι πρόσφυγες από τις πατρίδες τους και τις χρησιμοποίησαν στο χτίσιμο της εκκλησίας. Στη Νέα Ιωνία, όπως και σε άλλες προσφυγικές συνοικίες, η κοινωνική ζωή των προσφύγων οργανώθηκε γύρω από την εκκλησία, τη «δικιά» τους προσφυγική Παναγία, η οποία αποτελούσε τον τόπο που τους σύνδεε με την πάτρια γη, το σημείο σύνδεσης με το παρελθόν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησαν την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος από το 1922 και μετά και για όλη την περίοδο του μεσοπολέμου. Με την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι βασικές τους ανάγκες για στέγαση, τροφή και φάρμακα και όλο αυτό έπρεπε να γίνει σε μια χώρα που βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και απέναντι σε ένα τεράστιο για τα δεδομένα της χώρας αριθμό προσφύγων. Για την μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων επιλέχθηκαν οι ξεχωριστοί συνοικισμοί και στην περίπτωση του Βόλου δημιουργήθηκε ο συνοικισμός της Νέας Ιωνίας με σύνορο με την πόλη του Βόλου τον χείμαρρο Κραυσίνδωνα.

Μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων προκλήθηκαν συγκρούσεις, καθώς οι ντόπιοι δεν έδειχναν στην πλειονότητά τους διάθεση να αποδεχτούν τους νεοφερμένους με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να αντιδράσουν, συγκροτώντας μια ξεχωριστή προσφυγική ταυτότητα, διαφορετική και διακριτή από την ντόπια ελληνική, κάτι που τους βοήθησε καταρχάς να αμυνθούν και να διεκδικήσουν στη συνέχεια την θέση τους στην ελληνική κοινωνία, επιβάλλοντας την προσφυγιά ως μια πραγματικότητα που η πόλη έπρεπε να ενσωματώσει στον κοινωνικό της ιστό και όχι να την απομονώνει ως ξένη.

*Του Αθανάσιου Λαμπρόπουλου, Ιστορικού

πηγή: taxydromos.gr



Total
0
Shares
Previous Article
52ος Καραϊσκάκειος Δρόμος - Προκήρυξη

Καραϊσκάκεια 2019 στο Μαυρομμάτι - Καραϊσκάκειος Δρόμος

Next Article
protathlima tavli karditsa

Αποτελέσματα 12ου Πρωταθλήματος Ελλάδος σύγχρονου τάβλι