Τσίγκας Μουζάκι Καρδίτσας

Μπάρμπα Σπύρος Ζουμπορλής – Δημοσιοποίηση μιας οφειλόμενης δέσμευσης

ΜΠΑΡΜΠΑ ΣΠΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΡΛΗΣ – ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ

Μπάρμπα Σπύρος Ζουμπορλής - Δημοσιοποίηση μιας οφειλόμενης δέσμευσηςΟ Μπάρμπα Σπύρος (έτσι τον φωνάζαμε) Ζουμπορλής γεννήθηκε το 1928 στο Τριζώλο (σημερινή Καρυά Αργιθέας). Εκεί πέρασε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια με ανέχεια και φτώχεια, όπως σχεδόν το σύνολο των Αργιθεατών.

Αυτή η ανέχεια έκανε κι αυτόν να προσπαθεί και να έχει τις κεραίες του στραμμένες ώστε να μπορεί να βρίσκει εργασία για τον επιούσιο και να δίνει λύσεις σε διάφορα προβλήματα.

Παντρεύτηκε το 1950 με την Άννα Κλάρα (του Λούκα Κλάρα) και μετοίκισε στο Λαγκάδι Ανθηρού, όπου και έζησε όλα του τα χρόνια με ένα μικρό διάλειμα που διέμεινε στο Μουζάκι.

Απέκτησε τρία παιδιά τη Δήμητρα, το Βασίλη και τον Αργύρη.

Ως δραστήριος άνθρωπος έκανε κάθε είδους δουλειά. Δεν υπήρχε τέχνη και εργασία που να μην καταπιανόταν. Ενσωματώθηκε γρήγορα στην τοπική κοινωνία και έγινε ένας από τους πιο αγαπητούς μαχαλιώτες και χωριανούς.

Σίγουρα για να χαρακτηρίσει κανείς και να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα του Μπάρμπα Σπύρου χρειάζεται πολύ περισσότερες λέξεις και χώρο. Πολυτάλαντος, δίκαιος, υπερβολικά επίμονος στη γνώμη του, πολυτεχνίτης, ασυμβίβαστος, οξυδερκής, ανήσυχος, προοδευτικός, πειραχτήρι, ετοιμόλογος, καλαμπουρτζής, άνθρωπος της παρέας μπροστάρης, δραστήριος, κοινωνικός και τόσοι άλλοι χαρακτηρισμοί…Σίγουρα ως άνθρωπος όμως είχε και αυτός τα ελαττώματά του.

Εμβληματική μορφή του Λαγκαδίου, του Ανθηρού και της Αργιθέας ολόκληρης. Άνθρωπος ανήσυχος και βαθιά φιλοσοφημένος, πιθανόν αδίκησε τον εαυτό του και την οικογένειά του, αφού γι αυτόν εκείνο που μετρούσε ήταν η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Πολλές φορές μιλούσε και τον απασχολούσε, ως άλλον Αριστοτέλη, «η τραγωδία των κοινών» και πάντα προσπαθούσε να νουθετήσει και να εξηγήσει σε όλους ότι το κοινωνικό καλό είναι το καλό όλων.

spyros zoumporlis 1

Δεν θα προσπαθήσω στο σύντομο αυτό κείμενο να σκιαγραφήσω την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του Μπάρμπα Σπύρου ούτε να καταγράψω τις τόσες και τόσες ιστορίες, τα «έργα και τις ημέρες του», που εξάλλου οι περισσότεροι χωριανοί κάποιας ηλικίας γνωρίζουν.

Θα καταγράψω όμως την παρακάτω ιστορία  την οποία έζησα ο ίδιος και την οποία μου χρέωσε να την δημοσιοποιήσω στο ευρύ κοινό μετά το θάνατό του. Έτσι σήμερα τρία χρόνια μετά κάνω το χρέος που μου ανέθεσε.

-Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980. Βρέθηκα για λίγες μέρες στο χωριό. Το απόγευμα που ανέβηκα τον βρήκα στο δρόμο, μέναμε γειτονιά. Αφού μιλήσαμε για λίγο μου είπε: «Θα τα πούμε το βράδυ. Θα έρθω σπίτι να μάθω κανένα νέο από την πρωτεύουσα».

Του άρεσε ο διάλογος και η κουβέντα και μεράκι του ήταν να συναναστρέφεται με νέους, να κουβεντιάζει, να ξενυχτά αναλύοντας διάφορα θέματα.

Έτσι και έγινε. Μόλις νύχτωσε ήρθε και μαζί με τον πατέρα μου, ήταν αχώριστοι φίλοι, άρχισαν να ρωτάνε διάφορα. Ήταν τόσο ενδιαφέρουσα η κουβέντα για αυτούς που χωρίς να καταλάβουμε έφτασαν βαθιά μεσάνυχτα. Τότε βλέποντας και το ρολόι με ρώτησε: «Πέρασε η ώρα. Πόσες μέρες θα μείνεις; »

Καμιά βδομάδα απάντησα.

Και τι θα κάνεις εδώ όλη μέρα Να ρθείς να σου δώσω κανένα μεροκάματο. Αύριο το πρωί χαράζοντας να είσαι σπίτι μου να φύγουμε για τη δουλειά.

Αναμφισβήτητα ο Μπάρμπα Σπύρος ήθελε να με βοηθήσει και οικονομικά αλλά του άρεσε και η κουβέντα.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί άκουσα τη φωνή του: «Ακόμα δεν ξύπνησες». Πραγματικά ξεκινήσαμε και κουβεντιάζοντας φτάσαμε στην οικοδομή. Η δουλειά δουλειά και η κουβέντα κουβέντα. Ώρες ατέλειωτες να αναλύσουμε κάποιο θέμα από όλες τις πτυχές. Το βραδάκι όταν σχολάζαμε περνούσαμε από το καφενείο πίναμε κανένα τσιπουράκι, βλέπαμε κανένα χωριανό, σχολιάζαμε την καθημερινότητα και ξεκινούσαμε για το σπίτι. Η διαδρομή είκοσι λεπτά με τα πόδια κάποιες φορές γίνονταν τρείς και τέσσερις ώρες από τις στάσεις και την κουβέντα. Ειδικά όταν διαφωνούσαμε.

 

Μια φορά όμως οι ώρες έγιναν πάνω από δέκα, αφού χαράματα φτάσαμε στο σπίτι.

Αυτό έγινε την τελευταία μέρα που θα έφευγα. Μετά τη δουλειά ξεκινήσαμε όπως πάντα για το σπίτι. Μόλις βγήκαμε από το χωριό έκατσε σε μια πέτρα και είπε με σοβαρό ύφος: «Από σένα θέλω μια απάντηση σε ένα ερώτημά μου. Θέλω όμως να σκεφτείς καλά πριν απαντήσεις. Να το φιλοσοφήσεις.»

Καλά απάντησα, Θα το σκεφτώ.

Άρχισε την εισαγωγή. Μιλούσε για τον άνθρωπο γενικά. Για προτερήματα και ελαττώματα. Μίλησε και για την προσωπική του διαδρομή. Τελικά διατύπωσε το ερώτημα:

«Πιστεύεις εσύ Κώστα ότι εγώ βοήθησα ουσιαστικά το χωριό και τους χωριανούς, ήμουνα χρήσιμος ή το κατέστρεψα με την παρουσία μου».

Κάτι πήγα να ψελλίσω και με διέκοψε απότομα. Είπα να το σκεφτείς. Αν ήταν απλή η απάντηση  δεν θα σου εξηγούσα τόση ώρα και δεν θα ρώταγα εσένα.

Όπως είπα και παραπάνω ο Μπάρμπα Σπύρος ήταν πανταχού παρών σε ότι συνέβαινε στο χωριό. Παντού μπροστά. Άφηνε τη δικιά του δουλειά για τον άλλον και ειδικά ότι ήταν για το κοινό καλό.

Κατά συνέπεια για μένα τότε η απάντηση ήταν αυτονόητη.

Πάλι όμως με προβλημάτιζε η στάση του. Αλλά από την άλλη δεν έβρισκα κάποια διαφορετική απάντηση. Αφού όμως είχα δεσμευτεί να σκεφτώ, περπατώντας σιγά σιγά άφησα να περάσει και λίγη ώρα και μετά με σιγουριά είπα: «Μπάρμπα Σπύρο εσύ είσαι παράδειγμα προσφοράς για το χωριό».

Με διέκοψε κάπως απότομα και με εκείνο το χαρακτηριστικό του ύφος μου είπε. Σου εξήγησα ότι από σένα θέλω απάντηση που να είναι σωστή. Ξέρω ότι η ώρα είναι τέσσερις το πρωί και αύριο έχεις ταξίδι αλλά πρέπει να σκεφτείς κι άλλο.

Τι να έκανα; Προβληματίστηκα αρκετά αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι απάντηση και πως την ήθελε. Τελικά και κατά τις πέντε το πρωί πήρα σοβαρό ύφος και με μεγάλη σιγουριά και αποφασιστικότητα και αφού πρόσθεσα στην επιχειρηματολογία μου και άλλα στοιχεία άρχισα να παινεύω και να επικροτώ την προσφορά του και έδωσα ακλόνητα την ίδια απάντηση. «Και φυσικά βοήθησες τους χωριανούς περισσότερο από κάθε άλλον σε οτιδήποτε…».

Με άκουγε με προσοχή και υπομονή θα έλεγα.

Τελικά με την κουβέντα πέρασε η ώρα και είχαμε φτάσει κοντά στο σπίτι. Ακούμπησε σε ένα δέντρο και είπε με ύφος. «Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και την αναγνώριση που κάνεις ως νέος στο πρόσωπό μου και το πιστεύω ότι το εννοείς…Όμως η αλήθεια είναι άλλη». Και συνέχισε.

«Άκου να δεις η πραγματικότητα είναι ότι εγώ δεν βοήθησα τους χωριανούς και το χωριό ουσιαστικά. Αντίθετα αισθάνομαι ότι το ζημίωσα για να μην πω Κώστα ότι το στράβωσα».

Αν αυτό το πω τώρα σε άλλους δεν ξέρω πως θα το πάρουν. Θέλω όμως όταν θα φύγω εσύ να το κοινοποιήσεις στο χωριό. Να αφήσεις να περάσουν και κάποια χρόνια και μετά να το πεις. Είναι μια αναγνώριση του λάθους μου. Λάθος το οποίο δεν ξέρω γιατί το έκανα. Από  εγωισμό, από χαζομάρα, από καλοσύνη… πάντως  το έκανα. Αν το επισημάνω τώρα, σου ξαναλέω, στους χωριανούς θα λένε ότι το λέω από εγωισμό. Και ποιος τους ακούει…»

Στο ξάφνιασμα το δικό μου και στην προσπάθεια να αντικρούσω τη θέση του συνέχισε με βαθιά φιλοσοφημένο ύφος.

«Θα σου εξηγήσω γιατί. Γιατί οι περισσότεροι χωριανοί τα περίμεναν σχεδόν όλα έτοιμα και δεν έβαζαν το μυαλό τους να δουλέψει κατά μεγάλο μέρος. Εγώ ήμουν εγωιστής φιλότιμος όπως θες πες το. Άκου για να καταλάβεις:

Χάλασε ο μύλος; ποιος θα τον φτιάξει, ο Σπύρος.

Έχει σταλαματιά σπίτι,; ποιος θα την πιάσει, ο Σπύρος.

Χάλασε το αλέτρι, το τσαπί, το τσεκούρι; ποιος θα τα διορθώσει; ο Σπύρος.

Εκκλησία, Μοναστήρι Σπίτι, καλύβα, αχυρώνα, γεφύρι και ότι άλλο ήθελε να φτιάξει κάποιος ή το χωριό; μπροστά ο Σπύρος.

Χάλασε το ντουφέκι; (έφτιαξε ντουφέκι μόνος από την αρχή) ο αργαλειός; το…..το….. ποιος θα τα διορθώσει; ο Σπύρος

Ποιος θα καλιγώσει; θα σφάξει; ο Σπύρος

Έχουμε γάμο; Πανηγύρι; ποιος θα μαγειρέψει; ο Σπύρος

Στις χαρές, στις λύπες, στη διαολιά γενικά παντού ήμουν πρώτος….

Αράδιασε καμπόσα ακόμη και τελικά μου εξήγησε.

«Αυτό δεν έκανε καλό στους χωριανούς και τώρα δεν ξεγίνεται. Γι αυτό και δεν έχει αξία τώρα να απολογηθώ. Σε παρακαλώ να το κάνεις εσύ  ύστερα από χρόνια για λογαριασμό μου. Πολλοί ίσως τότε δεν θα υπάρχουν αλλά θα υπάρχουν τα παιδιά τους.»

Πραγματικά με εντυπωσίασε η απάντησή του, η προσέγγιση και η θέση του και ένοιωσα αμήχανα. Είδα στο πρόσωπό του εκείνη τη στιγμή ότι πίστευε βαθιά αυτά που έλεγε και δεν προσποιούνταν….

Για να στηρίξει αυτά που είπε μου διηγήθηκε για παράδειγμα και την παρακάτω ιστορία:

«Χωριανός αναστατωμένος με έψαχνε απεγνωσμένα και έφτασε μέχρι την οικοδομή που δούλευα. Αφού με  χαιρέτησε μου είπε και το λόγο που με ήθελε.

 – Έβαλε όλο το σπίτι νερό? κάνε μου τη χάρη να ρθείς να πιάσεις τη σταλαγματιά.

  • Έβαλε πολύ νερό;
  • Πλημμύρα.
  • Κοίταξες μην είναι σπασμένο κανένα κεραμίδι;
  • Ναι κοίταξα, δεν είναι κεραμίδι.
  • Και δεν μπόρεσες να δεις τι είναι; να την πιάσεις;
  • Όχι
  • Καλά θα σχολάσω νωρίτερα τη δουλειά και θα έρθω.

Πράγματι τέλειωσα νωρίτερα από το καθιερωμένο τη δουλειά και κίνησα για το σπίτι του. Σαν έφτασα στη ράχη τον άκουσα να τραγουδάει «στάζουν τα κεραμίδια σου». Έφτασα κοντά και του είπα: έλεγα να γυρίσω από τη ράχη, γιατί σκέφτηκα, «για να τραγουδάει και να είναι χαρούμενος άραγε έπιασε και τη σταλαγματιά.»

– όχι όχι απάντησε δεν έπιασα τίποτα.

– και τι τραγουδάς και χωρατεύεις… (τον άρχισα στο βρισίδι) και άρπαξα μια κλάρα και χίμηξα κατά πάνω του. Μια και δυο ο οικοδεσπότης πετάχτηκε πάνω και πηδώντας τα τοίχια εξαφανίστηκε.

Βγήκε η γυναίκα του η οποία είδε όλη τη σκηνή και με τρεμάμενη φωνή είπε:

– Ήρθες Σπύρο. Να ψήσω καφέ.;

-Κι εσύ το μυαλό στον καφέ τον έχεις.? Έβαλε πολύ νερό το σπίτι;

-Έβαλε μοναχά. Ποτάμι το νερό.

-Άσε τον καφέ τώρα και δώσε μου μια σκάλα να ανέβω.

Ανέβηκα βρήκα δυο καβαλάρηδες σπασμένους που έβγαζαν μάτια. Έκανα το σταυρό μου. Κατέβηκα πήρα δυο άλλους τους τοποθέτησα γρήγορα και ξανακατέβηκα.

Η νοικοκυρά ρώτησε πάλι αν είναι πολλή η ζημιά. Αντί να της απαντήσω στην ερώτηση, της είπα: τι το θες και το συμμαζώνεις εδώ αυτό το τεμπελόσκυλο.

-Γιατί Σπύρο λες έτσι, καλός είναι.

– Τον κακό σου τον καιρό. Τα θέλεις και συ και τα παθαίνεις. Που την είδες την καλοσύνη, αφού θα πνίγονταν μέρα μεσημέρι σε μια κουταλιά νερό.

Η νοικοκυρά ταραγμένη με ξαναρώτησε για το μέγεθος της ζημιάς με ανυπομονησία.

Είναι έτοιμο απάντησα. Από αλλού μπορεί να ξαναβάλει νερό από εκεί που έβαλε ο Σπύρος το χέρι, όχι.

– Το φτιάξες Σπύρο? είπε με απορία και θαυμασμό. Θα σου φτιάξω τώρα καφέ και γλυκό και τσίπουρο. Μα τι ήταν κι αυτός ο βλογημένος δεν μπορούσε να το φτιάξει?

– Αυτός το μυαλό του το είχε στο τραγούδι και στην ξάπλα και δεν έβλεπε ότι ήταν σπασμένα τα κεραμίδια.

Η γυναίκα πήγε στην άκρη της αυλής και φώναξε: που είσαι ορέ αχαΐρευτε. Έλα τώρα. Σου έφτιαξα καφέ να πιεις με το Σπύρο.

Ήρθε σαν βρεγμένη γάτα.

-Την έπιασες Σπύρο είπε.

-Την έπιασα απάντησα.

Έκατσε. Πιάσαμε την κουβέντα…

Εδώ ξεκινά το δικό μου λάθος.

Αντί να τον πιάσω και να τον διατάξω κι  αυτόν και τον καθένα ανάλογα το πώς και τι δεν το έκανα. Θες από χαζομάρα, από εγωισμό, από καλοσύνη όπως σου είπα δεν το έκανα…Μου περνούσαν τα νεύρα…

Έτσι προβληματισμένο που με είδε μου είπε : «Άντε να πας σπίτι, να πάρεις την τσάντα σου, γιατί θα φύγει το λεωφορείο και εγώ να πάω λίγο να λύσω τα σκυλιά και γύρνα να πάμε μαζί μέχρι το χωριό. Και όπως είπαμε…»

Είχε πια ξημερώσει…

Την παραπάνω ιστορία την έχω ξαναπεί σε κάποιους φίλους. Σήμερα όμως τρία χρόνια μετά το θάνατό του τη δημοσιοποιώ ευρύτερα  υλοποιώντας την επιθυμία του και τη δέσμευσή μου.

spyros zoumporlis 3

Και μια άλλη αληθινή ιστορία με πρωταγωνιστή τον Μπάρμπα Σπύρο.

Η  ιστορία βέβαια είναι γνωστή σε πολλούς χωριανούς. Απλά την ξαναθυμίζω.

Ήταν απόγευμα. Στο καφενείο του Παύλου Γάλλου, στο Ανθηρό, κάθονταν αρκετοί χωριανοί και έπιναν το καφεδάκι τους κουβεντιάζοντας. Τότε είχε κόσμο το χωριό. Σε κάποια στιγμή βλέπουν το Μπάρμπα Σπύρο να έρχεται από την πλατεία και συνεννοούνται:

 «Όταν θα μπει μέσα να μην του μιλήσει κάνεις, για να τον πειράξουν, αφού όπως είπαμε και ο ίδιος ήταν μεγάλο πειραχτήρι».

Πράγματι έφτασε ο Μπάρμπα Σπύρος, άνοιξε την πόρτα και καλησπέρισε τους θαμώνες. Καμία απάντηση. Θεωρώντας ότι δεν ακούστηκε η καλησπέρα του, αν και κάτι υποψιάστηκε, ξαναείπε πιο δυνατά «καλησπέρα είπα». Πάλι καμία απάντηση. Οπότε κι Μπάρμπα Σπύρος δαιμόνιος καθώς ήταν και χωρίς να χάσει χρόνο κατεβάζει τα παντελόνια και λέει με στόμφο:

«Ωραίο μέρος για χέσιμο. Άνθρωπος δεν υπάρχει… να σε δει».  Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:  Μαζί με φίλους και στην προσπάθεια να κρατήσουμε ζωντανές κάποιες στιγμές και εικόνες της Αργιθέας, συγκεντρώνουμε παρόμοιες αληθινές ιστορίες και γεγονότα, τις οποίες σκοπεύουμε να συμπεριλάβουμε στο υπό έκδοση βιβλίο: «Άνθρωποι με ιστορίες και ιστορίες με ανθρώπους της Αργιθέας».

Όποιος πατριώτης και φίλος θέλει να βοηθήσει και να καταθέσει τη δική του ιστορία μπορεί, αφού την καταγράψει, να μας την αποστείλει ή να μας την αφηγηθεί. Φυσικά και θα γίνεται αναφορά και στην πηγή και στο πρόσωπο του.

Πληροφορίες – Επικοινωνία: Γραμμένος Κώστας

EMAIL: grammenosk@yahoo.gr

ΤΗΛ.: 69728132940

spyros zoumporlis




Total
0
Shares
Previous Article

Ιερά Αγρυπνία για την πατρίδα μας στον ΙΝ Αγ. Γεωργίου στην Κρανιά

Next Article

Απάντηση του Πρ. της ΔΗΜΤΟ ΝΔ Μουζακίου κ Μπαλατσού στο συντονιστή της ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ κ. Γκαγκά

Related Posts

theologis stefanos karditsa
Διαβάστε περισσότερα

Απάντηση του αντιδημάρχου Παιδείας και Πολιτισμού του Δήμου Καρδίτσας κ. Στεφ. Θεολόγη σε ανακοίνωση της Αντιπεριφέρειας Καρδίτσας περί θεματικών πάρκων

Με έκπληξη διαβάσαμε την πρόσφατη απάντηση του γραφείου του αντιπεριφερειάρχη Καρδίτσας