Τσίγκας Μουζάκι Καρδίτσας

Σαν τον Θέμη

.

του Μιχάλη Μπότσαρη (28/02/18)

Στο άκουσμα και μόνον της λέξης «Θέμης» στη σκέψη καταφθάνουν στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όχι και τόσο μακρινές. Σα να’ ταν χθες!

«Φάε να γίνεις ψηλός σαν τον Θέμη», «Δυνατός σαν τον Θέμη», «Να παίζεις μπάσκετ σαν τον Θέμη», «Να έχεις ωραίο σώμα σαν τον Θέμη», «Παπούτσια σαν του Θέμη», «Να οδηγείς σαν τον Θέμη», «Να γίνεις φοιτητής σαν τον Θέμη», «Φαντάρος σαν τον Θέμη», «Επαγγελματίας σαν τον Θέμη», «Οικογενειάρχης σαν το Θέμη» και άλλα πολλά ζηλευτά! Ήταν, βλέπετε, ο πρώτος, ο μεγαλύτερος … Ο γαμημένος αόριστος δε με αφήνει να έχω το συγγραφικό ύφος που θα ήθελα !!! Θα προτιμήσω τις παλινδρομήσεις στους χρόνους, ένεκα προσωπικής βολής και συμφερόντων, ενάντια στο λογοτεχνικό αποτέλεσμα.

Με την αφέλεια ενός παιδιού (αν και τοόσο μαντράχαλος που είμαι πια είναι αδύνατο να ευσταθεί η πρόταση) περιγράφω τα παρακάτω χωρίς ακόμη να έχω βρει τι με ωθεί σε καθεαυτή μου την πράξη. Ίσως η απώλειά του, ως ύβρις στη δική μου αντίληψη, βεβηλώνει τις παιδικές μου αυτές εικόνες και η προσπάθεια κάθαρσης αρχίζει με την όποια καταγραφή. Ίσως που καμάρωνα γι΄αυτόν και δεν το εξέφραζα όσο θα έπρεπε, και ούτε όταν έπρεπε. Ίσως οι τύψεις για τα «σ΄αγαπώ» που δεν ειπώθηκαν… Αλλά είμαστε και άντρες! Δεν ταιριάζουν αυτά.

Ο Θέμης με έμαθε να ρεύομαι από πολύ μικρό! Με έμαθε να ρεύομαι ανά πάσα στιγμή για όσες φορές ήθελα. «Μη ρε κάνεις τέτοια στο παιδί!» Μπορώ ακόμη να το κάνω με 100% επιτυχία.

Ο Θέμης μου είχε σπάσει ένα αμαξάκι με πηδάλια όταν ήμουν λίγων μηνών. Ενώ βρισκόμουν μέσα, ήρθε κι αυτός. Πρόλαβαν, ευτυχώς, και απαθανάτισαν τη στιγμή σε μια καταπληκτική φωτογραφία με το αμαξίδιο ακέραιο και… δικάβαλο. Αγάπη στοκχολμικού συνδρόμου είχε διαφανεί από τότε. Μεγάλο πειραχτήρι. «Βασάνιζε» όποιον αγαπούσε.

Από το δωμάτιο του Θέμη έβλεπες πάντα χριστουγεννιάτικο τοπίο. Τα απέναντι κεραμίδια από το ένα αποθηκάκι ήταν γεμάτο μπάλες ασημόχαρτου. Όλες οι συσκευασίες από σοκολάτες και σοκολατάκια πετιόντουσαν εκεί. Τι κι αν έβρεχε, τι κι αν τα έπαιρνε ο αέρας, η κατανάλωση διατηρούσε πάντα το τοπίο ανέπαφο. Ο Θέμης επισκέπτονταν συχνά την οδοντίατρο θεία Ρένα.

Ο Θέμης με έπαιρνε μαζί του στις προπονήσεις του Γ.Σ.Κ. «Γ.Σ.Κ- άρα ολέ»! Έμπαινα αποδυτήρια, πατούσα παρκέ, καθόμουν στις κερκίδες και πού και πού έριχνα και κανένα σουτάκι. Φήμες λένε πως το Δελτίο του Θέμη δε δόθηκε στον Άρη Θες/νίκης που το ζήταγε όταν ο ίδιος σπούδαζε στη πόλη. Ο ίδιος λέει πως στην Καρδίτσα «δεν τον έχει» κανένας στο «ένας εναντίον ενός». Το μπάσκετ ήταν η ζωή του. Ξεχιόνιζε για να παίξει μπάσκετ. Σε σκότωνε για το μπάσκετ. Ακόμη και στα φιλικά ματς ήταν ικανός να τσακωθεί για το μπάσκετ (το έχει κάνει, όντως). Πέρασαν γενεές και γενεές συμπαικτών του. Προσφάτως έπαιζε με τους δικούς μου παιδικούς φίλους. Κόντρες, πειράγματα, χοντράδες, καλαμπούρια, όλα με αφορμή το μπάσκετ. Και του θεού Jordan τα παπούτσια όλα τα είχε φορέσει ο Θέμης, χωρίς υπερβολή. Δε ξέρω… αν του πρότεινε κανείς: “Κόψε το μπάσκετ και θα έχεις όσα και όποια μπασκετικά παπούτσια θες για πάντα ” το δίλημμα θα τον καθήλωνε (μα να μην το έχω σκεφτεί νωρίτερα να του το θέσω! Νομίζω «να παίζω μπάσκετ έστω και ξυπόλητος» τελικά θα έλεγε)

Ο Θέμης λάτρευε τη μουσική. Λάτρευε, βασικά, Νταλάρα και οδηγήθηκε στο να λατρεύει τη μουσική. Στις διανυκτερεύσεις του εντός των Λεωφορείων άκουγε Blues και Jazz. Στο Νταλάρα τον είχε μυήσει η Λεμονίτσα. Τι κι αν ο Νταλάρας ερμήνευε «Ζουζούνια», τα έλεγε ωραία. Ατελείωτοι οικογενειακοί καβγάδες περί Νταλάρα! Αν δε φώναζε η Λουκά στην κηδεία του  Πανούση, θα φώναζε ο Θέμης. Όταν απέκτησα σε μικρή ηλικία Η/Υ και υπήρχε η δυνατότητα να γράφω CD γυάλισε το μάτι του. Για να γράψουμε 20 audio αρχεία μου έβγαζε την Παναγία. Έπρεπε να τα ακούσει πρώτα αν ταιριάζουν στη σειρά. Και βάλτο αυτό 2ο και μετά αυτό 5Ο, και περίμενε λίγο ν’ ακούσω, όχι- όχι βάλτο εκεί… Φανταστείτε τι έγινε με την εξάπλωση της MP3 συμπίεσης. Βάλε στη σειρά καμιά 300αριά τραγούδια με τον Θέμη… Ατέλειωτες ώρες.

Και τι δε θα ΄δινα να φτιάχναμε ξανά καμιά συλλογή ! Κι ας ήταν και σε dvd!

Ο Θέμης λάτρευε τον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Πήγαινε να δει ράλι και γω δε ξέρω πού! Από τα ράλι βγαλμένο και το άλλο αγαπημένο του χόμπι: ο Μοντελισμός. Ο Θέμης έχει τη μεγαλύτερη και σπανιότερη συλλογή αυτοκινήτων κλίμακας 1:24 παγκοσμίως! Μοντέλα που δεν κυκλοφορούν στην αγορά. Μοντέλα που έφτιαχνε μόνος του. Ναι, είχε καταφέρει να φτιάχνει με δικά του αυτοκόλλητα και αερογράφους μοναδικά κομμάτια. Στο παρελθόν είχε συναντήσει Έλληνες οδηγούς αγώνων δείχνοντάς τους το αγωνιστικό τους αυτοκίνητο κυριολεκτικά στη χούφτα του. Εκείνοι, δε πίστευαν στα μάτια τους! Στα Εξάρχεια, στο τέρμα της Ιπποκράτους, είναι τα στέκια των Μοντελιστών. «Μιχάλη, σε μεγάλωσα ε! Θα πας …». Βδομάδα παρά βδομάδα ήμουν εκεί «Καλώς τον! Για το Θέμη ε?». Πρέπει να ξαναπεράσω μια βόλτα από ‘κει, θα ανησυχούν οι άνθρωποι και με το δίκιο τους.

Ο Θέμης είχε το δικό του γυμναστήριο στο σπίτι. Θυμάμαι ένα μικρό δωμάτιο με μπάρες, πάγκους, αλτήρες περιοδικά με ασκήσεις και άλλα με γυμνές γυναίκες. Το σώμα που είχε καταφέρει να χτίσει ήταν της Ελληνιστικής περιόδου. Όχι εκείνο του κοινού «φουσκωτού» αλλά εκείνο του αρχαιοπρεπούς κάλους, του μέτρου και της συμμετρίας.

Ο Θέμης με έπαιρνε μαζί του, χάριν εκπαιδεύσεως υποθέτω, πολλές Κυριακές που εξασκούσε την τέχνη του «χαρτζιλικώματος». Ως φοιτητής ξεκινούσε με πρώτη στάση στο σπίτι μου. Τραβούσε κουτάλι από το συρτάρι και άνοιγε ψυγείο: δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρει βαζάκι με κερασάκι γλυκό! Έτρωγε από μέσα… έτσι κι αλλιώς όλοι ξέραμε πως είναι μόνο γι’ αυτόν. Μετά άρχιζε το ψαχούλεμα: περιοδικά, κασέτες, cd, dvd που του άρεσαν, κατάσχονταν. Όταν μεγάλωσα πέρασε και στα ρούχα. Αλλά εκεί τζουρνεύαμε κι εμείς. Ψέματα! Ο Θέμης μας έδινε ότι ήθελε. Τα ίδια έκανε και στα άλλα ξαδέρφια. Σπύρος: «Έρχεται ο Θέμης, κρύψτε περιοδικά και CD»! 2η στάση θείος Φίλιππας- θεία Νότα. Ευτυχώς ο Στέφανος ήταν αρκετά πιο μικρός (ο πιο μικρός ξάδερφος) και δεν του είχε τζουρνέψει πολλά. Ο Στέφανος ως πιτσιρίκι πρέπει να του είχε δώσει και το υποκοριστικό που τον συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια. Υποκοριστικό που τα γραμματικά φαινόμενα της μωρουδιακής θεσσαλικής διαλέκτου το διαμόρφωσαν σε Θέμης> Θεμούλης> Σεμούλης> Σεμούλς ή Σεμούλτς. Η ειρωνεία είναι πως ο πιο μικρός πάλεψε για πολλή ώρα για τον πιο μεγάλο να κάνει το ανθρωπίνως αδύνατο∙ να τον επαναφέρει στη ζωή. 3η στάση Σκλάτινα: παππούς Θύμιος- γιαγιά Βάια. 4η στάση Πλακαίικα, παππούς Χριστόφορος- γιαγιά Ελένη. Όλα αυτά με ένα μπλε Fiat 128 (είχαμε όλοι από ένα τέτοιο Fiat σε διαφορετικούς χρωματισμούς. «Επιδοτούνταν» από Λάρισα και είχαμε όλοι) και με το αζημίωτο, δεν ξεχνάμε το χαρτζιλίκι! Η περιήγηση τελείωνε σπίτι μου με την παράδοσή μου και αν η μάνα μου δεν χαρτζιλίκωνε, τάχα μου πως ξέχναγε, ο Θέμης ρώταγε από μόνος του με νόημα «Έχουμε τίποτα ;;;». «Έχουμε! Κρέας με πατάτες και κολοκυθάκια. Θες;;;». Κι έπεφτε το κέρασμα μετά του γέλιου.

Άλλες πάλι φορές οι απορίες του στα όσα διάβαζε οδηγούσαν σε ατέρμονες συζητήσεις με τον καθηγητή κ. Μπότσαρη («α*β ντάβανος και γ κατσαράβανος» για όποτε δεν γινόταν αντιληπτή καμιά μαθηματική έννοια). Αρεσκόταν στα μυστικά και απόκρυφα των Τεκτόνων, στο Κοινού της Σιών, στην πορεία του Χριστιανισμού και σε κάτι τέτοια και αφού εξέφραζε τις απορίες εκεί που τις εξέφραζε κατέληγε, αναγκαστικά, να ακούει περί αρχαίων Ελλήνων, υπερχορδές, μαύρες τρύπες και Bing Bang. Μεγάλες στιγμές.

Ο Θέμης είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ γι’ αυτό και το όλον ύφος χρονογραφήματος. Με τα πρώτα χρήματά του, από κάτι μικροπωλήσεις ασφαλιστικών συμβολαίων, είχε αγοράσει την πρώτη του καφετιέρα. Δεν άφηνε κανέναν να φτιάξει καφέ. Τη δεύτερη μέρα κόλλησε πάνω της χαρτάκι “ΠΩΛΕΙΤΑΙ”.Ο Θέμης ήταν για την επόμενη γενεά ο Αϊ- Βασίλης και ο Spiderman.

Ο Θέμης είχε το δικό του κώδικα ηθικής και δικαίου και κάθε παρέκκλιση από αυτόν δημιουργούσε νεύρα. Πολλά νεύρα. Σε άρπαζε, δηλαδή, κανονικά! Εκείνο, βέβαια, που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι η άλλη του πλευρά, η ευαίσθητη. Ευαισθησία που τυγχάνει να γνωρίζω καλά μιας και το ήμισυ της δικής μου ύπαρξης αποτελείται από μια αντίστοιχη. Ένα μόνο θα σας πω, δε κώλωνε να κλαίει μπροστά μου ή κι από το τηλέφωνο για ζητήματα που το ενοχλούσαν ή τον πίκραιναν. Το εάν ήταν σημαντικά ή ασήμαντα ζητήματα δεν έχει πια καμία σημασία…το γνωρίζω εγώ μόνον κι εκείνος.

Για την εμπιστοσύνη αυτή που μου έδειχνε και για το όλο «μεγάλωμα» που μου προσέφερε εκφράζω δημοσίως την ευγνωμοσύνη μου.

Το ευτύχημα είναι πως ξέρω πού να τον αναζητώ. Τον αναζητώ στις αμέτρητες συλλογές τραγωδιών που έχει επιμεληθεί, ανάμεσα στους συμπαίκτες μου ψάχνοντας την ασίστ, πίσω από τα μεγάλα παρμπρίζ στις εθνικές οδούς, στα ΚΤΕΛ, στα γήπεδα, στις βόλτες με ποδήλατο, στα ρούχα που ανταλλάσσαμε, στις τρεις γυναικάρες του, στον Παναγιώτη… Το δυστύχημα είναι πως δεν τον βρίσκω.

Ε και; Μπορεί να υπάρξει συμπέρασμα; Έστω και μια απλή κατακλείδα; Στον ευρύτερο οικογενειακό μου κύκλο τα 5 στάδια του Πένθους είναι πάρα πολλά. Η βιβλιογραφία που τα θέλει 7 ή και παραπάνω απορρίπτεται εκ προοιμίου. Εμείς ένα- δύο στάδια θέλουμε γιατί τα επόμενα δεν τα προλαβαίνουμε. Μας προλαβαίνει το επόμενο κρούσμα! Πολλά τα κλισέ που μπορεί να αναφέρει κανείς. Ζήστε, αρπάξτε τη ζωή, χαρείτε την κάθε στιγμή, η ζωή συνεχίζεται, η ζωή είναι ωραία, γαμάτε τώρα που μπορείτε κ.α. Ισχύουν όλα τωόντι !!!

Η κάθαρση που προοιωνίζομαι δεν ξέρω αν θα επέλθει με τη γραφή αλλά θα τολμήσω να καταγράψω και κάτι ακόμη, μπας και το πιστέψω: ο Θέμης Αθανασίου πέθανε πριν ένα χρόνο ακριβώς.




Total
0
Shares
Previous Article

Έκθεση έργων του Λουκά Βενετούλια στη Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας

Next Article

Η μεγάλη σκάλα Ανθηρού σήμερα

Related Posts